φωτιζομένου

φωτιζομένου
φωτίζω
shine
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορατότητα — Τα όρια της οπτικής αντίληψης ενός φωτιζόμενου αντικείμενου, σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά της φωτεινής πηγής και τις συνθήκες του μέσου, διά του οποίου μεταδίνεται το φως (κατά την έννοια αυτή γίνεται λόγος για ορατότητα 50, 100, 150 μ.).… …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”